- τυλοπλόκος
- τῠλο-πλόκος, ὁ,A mattress-maker, Agegyptus 15.224 (v A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυλοπλόκος — ὁ, Α κατασκευαστής στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη «στρώμα, μαξιλάρι» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στεφανη πλόκος] … Dictionary of Greek